παμφάγα

παμφάγα
παμφάγος
all-devouring
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • δασυποδίδες — (dasypodidae).Οικογένεια ζώων που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Είναι παμφάγα και νυχτόβια. Το σώμα τους καλύπτεται από προστατευτικό στρώμα κεράτινων φολίδων. Οι φολίδες αυτές είναι χωρισμένες σε ζώνες με ενδιάμεσα μέρη μαλακού δέρματος …   Dictionary of Greek

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • καρποφάγος — ο, θηλ. και α (Α καρποφάγος, ον) αυτός που τρέφεται κυρίως με καρπούς («τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἐ φάγ ην, παθ. αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φάγος, χορτο… …   Dictionary of Greek

  • λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από …   Dictionary of Greek

  • μελλιβόρα — η ζωολ. γένος σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας mustelidae, συγγενικό προς τον ασβό, που, αν και παμφάγα, έχουν προτίμηση προς το μέλι …   Dictionary of Greek

  • μηκόπτερα — (mecoptera). Τάξη ολομετάβολων εντόμων, η κοινή ονομασία των οποίων είναι μύγες σκορπιοί, εξαιτίας της ουράς των αρσενικών ατόμων της οικογένειας των πανορπιδών, η οποία είναι γυρισμένη στην άκρη προς τα πάνω, όπως η ουρά του σκορπιού. Η τάξη… …   Dictionary of Greek

  • παμφάγος — ο (ΑΜ παμφάγος, ον) 1. αυτός που καταβροχθίζει τα πάντα, αδηφάγος («παμφάγος Ἀλκμάν», Αλκμ.) 2. αυτός που καταστρέφει τα πάντα («παμφάγον πῡρ», Ευρ.) 3. αυτός που μπορεί να τρώγει όλες τις τροφές («παμφάγα ζώα» τα ζώα που τρέφονται τόσο με… …   Dictionary of Greek

  • πολυπρωτόδοντα — τα Ν ζωολ. συνδάκτυλα, παμφάγα, μαρσιποφόρα με περισσότερους από τρεις κοπτήρες στην κάθε άνω σιαγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyprotodont < πολυ * + πρῶτος + ὀδούς, ὀδόντος] …   Dictionary of Greek

  • ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”